πατρωνεύω

πατρωνεύω
Α [πάτρων]
1. είμαι πάτρων* κάποιου, ασκώ τα δικαιώματα τής πατρωνείας
2. παθ. πατρωνεύομαι
προστατεύομαι και αντιπροσωπεύομαι από τον πάτρωνά μου, έχω πάτρωνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πατρωνευομένους — πατρωνεύω to be a patron pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρωνεύεις — πατρωνεύω to be a patron pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρωνεία — και πατρωνία, ἡ, Α η ιδιότητα τού πάτρωνα, η προστασία και αντιπροσώπευση τού δούλου που απελευθερώθηκε από τον πρώην κύριό του γενικά και ειδικά μπροστά στα δικαστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πατρωνεία < πατρωνεύω, ενώ ο τ. πατρωνία < πάτρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”